- σαλάμι
- το-ιού (λ. ιταλ.), είδος λουκάνικου: Έφαγε ψωμί με σαλάμι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαλάμι — το, Ν είδος αλλαντικού από λεπτοκομμένο χοιρινό ή μοσχαρήσιο κρέας, λίπος και μπαχαρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. salame < ρ. salare «αλατίζω» < sale «αλάτι» < λατ. sal, salis «αλάτι»] … Dictionary of Greek
Σαλαμιναφετέων — Σαλαμῑναφετέων , Σαλαμιναφέτης betrayer of Salamis masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαλαμιναφετῶν — Σαλαμῑναφετῶν , Σαλαμιναφέτης betrayer of Salamis masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαλαμίν — Σαλαμί̱ν , Σαλαμίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαλαμίς — Σαλαμί̱ς , Σαλαμίς fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Filócoro — Saltar a navegación, búsqueda Filócoro (Philochorus, Philókhoros Φιλόχορος) de Atenas (circa 340–267/261 a. C.)[1] escritor ateniense, contemporáneo de Eratóstenes, autor de obras sobre leyendas antiguas e historias de la Antigua Grecia … Wikipedia Español
αλλαντικά — Προϊόντα, κυρίως από χοιρινό κρέας, που παρασκευάζονται με αλάτισμα (χοιρομέρι, σπάλα χοιρινή κλπ.) ή με κρέας ψιλοκομμένο και συντηρημένο μέσα σε περιβλήματα (σαλάμια, λουκάνικα κλπ.). To αλάτισμα, ως τρόπος συντήρησης των ωμών κρεάτων,… … Dictionary of Greek
σάντουιτς — το, Ν άκλ. 1. πρόχειρο έδεσμα που αποτελείται από δύο φέτες ψωμιού αλειμμένες στο εσωτερικό τους με βούτυρο μεταξύ τών οποίων τοποθετείται ζαμπόν, τυρί, ντομάτα, σαλάμι κ.ά. υλικά 2. μτφ. κατασκευή από ξύλο ή μέταλλο με δύο όμοια εξωτερικά… … Dictionary of Greek
σαλαμάκι — το, Ν υποκορ. τού σαλάμι … Dictionary of Greek